- ἀνθηρότατος
- ἀνθηρόςflowerymasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανευθαλής — ές, Μ αυτός που έχει εξαιρετικά πλούσια ανάπτυξη, πολύ θαλερός, ακμαιότατος, ανθηρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐθαλής «αυτός που ανθεί, ακμάζει»] … Dictionary of Greek
τριθαλής — ές, Α 1. ο πολύ θαλερός, ανθηρότατος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριθαλές το φυτό αείζωο το μικρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + θαλής (< θάλος, τὸ, «βλαστός» < θάλλω), πρβλ. ἡμιθαλής] … Dictionary of Greek